DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
to phrases
foderväxt n ~en ~er
agric. φυτό νομής; χορτονομή
econ. κτηνοτροφικό φυτό
environ. καλλιέργεια χορτοδοτικών φυτών; χορτοδοτικό φυτό
nat.res., agric. σανοδοτικό φυτό
foderväxt
: 1 phrase in 1 subject
Food industry1