DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
foderrotfrukt n
nat.res., agric. κτηνοτροφικό φυτό; σκαλιστικό κτηνοτροφικό φυτό; σκαλιστικό φυτό
foderrotfrukter n
agric. φυτά βοσκής βοτανισμένα