DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
foderrör n
coal., el. σωλήνωση γεωτρήσεων
construct. μόνιμη σωλήνωση πασσάλου; κολεός; σωλήνας; σωλήνωση
energ.ind. επένδυση φρεατίου; επενδεδυμένη γεώτρηση
transp. διασωλήνωση