DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
fòt n ~en; pl. ~
commun. κάτω μέρος σελίδας
el. κάλυκας; βάση
industr., construct. πόδι
IT υποσημείωση; πόδια
transp. σκέλος σεληνακάτου
fòt mått n
forestr. πόδι (μονάδα μέτρησης μήκους)