DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
to phrases
fòrmning n ~en
agric., industr. ζύμωση
el. καλούπωμα
industr., construct. διαμόρφωση; κατασκευή m; φορμάρισμα; μορφοποίηση
met. κατασκευή καλουπιών; τυποποιΆα f
formning
: 7 phrases in 2 subjects
Finances3
General4