DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
fòrm [får´m] n ~en ~er
gen. μορφή
industr., construct., mech.eng. μήτρα f; τύπος m; μήτρακαλούπικαμπυλώσεως f
math. σχήμα
met. καλούπι
tech., industr., construct. μήτρα του πλέγματος