DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
fònd [fån´d el. fåŋ´d] n ~en ~er
gen. κεφάλαιο m
environ. χρηματοπιστωτικό ταμείο; ταμείο χρηματοδότησης; χρηματοπιστωτικό ταμείο/ταμείο χρηματοδότησης
fin. εταιρία επενδύσεων