DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
flýgplan n ~et; pl. ~
gen. σχέδιο πτήσης
econ. αεροσκάφος m
transp., avia. αεροσκάφος με σταθερές πτέρυγες; αεροσκάφος σταθερών πτερυγίων; αεροπλάνο m