DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
to phrases
flottö̀r [-ö´r] n ~en ~er
environ. μετρητής παροχής με πλωτήρα μεταβλητής διατομής
industr., construct., met. πλωτήρας f; φλοτέρ m; πλωτήρας επιφανειακής ροής
mech.eng. διακόπτης με πλωτήρα; διακόπτης με φλοτέρ
transp., chem. πλωτήρας καυσίμου
flottör
: 1 phrase in 1 subject
Microsoft1