DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
flockulering n
environ. συσσωμάτωση; κροκίδωση/θρόμβωση/συσσωμάτωση
industr., construct., chem. θρόμβωση
life.sc., agric. κροκίδωσις
transp. κροκίδωση