DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
flòra n ~n floror
econ. χλωρίδα f
environ. χλωρίδα βιολογικός όρος; ανθολογία έγγραφο
med. χλωρίς m
flòra dokument n
environ. ανθολογία έγγραφο