DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
flàdder [flad´er] n fladdret
construct. πάλμωση; ταλάντωση
earth.sc., transp. αεροελαστικές ταλαντώσεις; πτερυγισμός αεροδυναμικού σώματος; φλάττερ m