DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
flö̀de n ~t ~n
gen. ροή/παροχή υγρού; χείμαρρος m
account., environ. κατακλυσμός m; πλημύρα f
construct. απορροή
earth.sc., mech.eng. παροχή
energ.ind. παροχή γεώτρησης
environ. πλημυρίδα f; ροή; παροχή υγρού; χαμηλή παροχή; χαμηλή παροχή ροή
phys.sc., energ.ind. παροχή μάζας; ρυθμός ροής μάζας
phys.sc., mech.eng., el. παροχή όγκου; ρυθμός ογκομετρικής παροχής
transp. εξάπλωση σκυροδέματος