DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
fläkt n ~en ~ar
gen. πνοή
agric., mech.eng. ανεμιστήρας έκχυσης
chem., el. φυσητήρας f
mech.eng., el. φυσητήρας πεπιεσμένου αέρος
mun.plan., earth.sc. ανεμιστήρας f; εξαεριστήρας f