DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
noun | verb
fläck n ~en ~ar
gen. κηλίδα
construct. πλακίδιο αναφοράς
industr., construct. βούλα
flä̀ckar v ~de ~t
nat.sc., agric. κηλίδα; στίγμα
fläckat v
industr., construct. διάστικτο; πιτσιλωτό διαφόρων χρωμάτων
fläckade v
gen. κηλιδωμένος