DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
fjä́der [fjä´der] n ~n fjädrar
gen. φτερό m
construct. προεξοχή; τόρμος m
forestr. ελατήριο m
industr., construct. εξοχή; προεξοχή αρσενικό σανίδας ραμποτέ