DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
fjä̀rrstyrning n ~en
commun. τηλεέλεγχος m; τηλεχειρισμός m
commun., el. τηλε-ενέργεια m
commun., IT έλεγχος πορείας αμαξοστοιχιών; εξωγενής επίδραση επί της πορείας αμαξοστοιχίας
commun., tech. τηλεκαθοδήγηση, τηλεντολοδοσία, τηλεντολή
comp., MS απομακρυσμένος έλεγχος
el. περιστροφικό χειριστήριο
IT, agric., mater.sc. τηλελειτουργία f
IT, el. τηλεδράση