DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
fixéring n ~en ~ar
agric., industr., construct. σταθεροποίησις καμπύλων οχημάτων ξύλου
industr., construct. σταθεροποίηση; φιξάρισμα; δεκάτισμα ατμού
industr., construct., chem. στερέωσις f
IT Στερέωση; πρόσδεση
med., life.sc. μονιμοποίηση
tech., industr., construct. συναρμολόγηση