DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
fiskbestånd n ~et; pl. ~
account. αλιεία και ιχθυοκαλλιέργεια
environ. αλιευτικοί πόροι; ιχθυαπόθεμα f; ιχθυαλιευτικοί πόροι
min.prod., fish.farm. απόθεμα ιχθύων