DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
finpolering n ~en ~ar
chem. τελείωμα f
industr., construct., chem. Tέλειο γυάλισμα; εξαίρετο τελείωμα; φίνο γυάλισμα
industr., construct., met. άψογο γυάλισμα; στίλβωση