DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
to phrases
fil n ~en
gen. αρχείο,φάκελος m
forestr. λιμάρω
IT φάκελος m; ηλεκτρονικό αρχείο; τήρηση βιβλίων με υπολογιστή; αρχείο m; αρχειοφάκελος
IT, life.sc. Αρχείο υπολογιστή
law φάκελλος
mech.eng. λίμα
fil
: 4 phrases in 1 subject
Microsoft4