DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
fíber [fi´ber] n ~n fibrer
agric., industr., construct. ίνα ξύλου; ίνα του ξύλου; ίς ξύλου; ξυλώδης ίνα
environ. ίνα f; νήμα; νημάτιο; ίνα/νημάτιο/νήμα f
industr., construct. αποκομμιωμένο μετάξι
industr., construct., met. λεπτή ίνα υάλου
life.sc. ις,ίνα
nat.sc., industr. ινώδες υλικό
tech. ίνα ασφαλείας