DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
fìrma n ~n firmor
gen. εταιρεία f
busin., labor.org. εταιρική επωνυμία; επωνυμία
construct. επιχείρηση
law εμπορική επωνυμία
firmor n
environ. επιχειρήσεις