DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
fìnslipning n ~en ~ar
industr., construct., met. τελική στίλβωση; στίλβωση; λείο ταγιάρισμα
met. ρεκτιφιέ ακριβείας; τελικό ρεκτιφιέ