DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
felfunktioner n
transp., avia. Εκτός ενεργείας; βλάβη; δυσλειτουργία f; ελάττωμα f; ετέλεια m
felfunktion n
el. δυσλειτουργία f; κακή λειτουργία
stat. λειτουργία λάθους; λειτουργία Kramp
stat., scient. συνάρτηση σφάλματος