DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
noun | noun
fèl n ~et; pl. ~
gen. ανεπάρκεια m; εσφαλμένα; εσφαλμένος
comp., MS αποτυχία f; εξαίρεση
environ. ρωγμή; βραχυκύκλωμα f; ελάττωμα f; ρήγμα f; ρηγμάτωση; σφάλμα
law παράβαση
law, econ. τυπικό σφάλμα
stat. λάθος ή σφάλμα
tech., mater.sc. βλάβη
transp. διακοπή
fler n
gen. περισσότερος m