DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
fasvinkel n
chem. γωνία λοξοτομής; γωνία πλαγιοκοπής; γωνιοτομή; λοξοτομή; τομή κατά λοξή γωνία
el. διαφορά φάσης
industr., construct., mech.eng. γωνία λοξοτομίας
met. γωνία λοξοτομής του άκρου συγκολλήσεως; γωνία φρέζας του άκρου συγκολλήσεως
scient., life.sc. γωνία φάσης; φασική γωνία