DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
fast anställning
gen. μονιμοποίηση
empl. μόνιμη απασχόληση
law, econ. σταθερή πρόσληψη
law, lab.law. σταθερή απασχόληση; σταθερή θέση εργασίας