DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
fasning n ~en ~ar
gen. θέση σε φάση
industr., construct., chem. Zεύγη ηλεκτροδίων
mech.eng., el. συγχρονίζων; συγχρονισμός m
met. διαμόρφωση των άκρων συγκολλήσεως