DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
fasförskjutning n ~en ~ar
earth.sc., mech.eng. επιπορεία φάσεως; καθυστέρηση φάσεως
el. μετατόπιση φάσεως; μετατόπιση φάσης; τρανζίστορ m