DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
to phrases
faror n
environ. κίνδυνοι m; Κίνδυνος
fàra n ~n faror
gen. οδηγώ
chem. Κίνδυνος; επικινδυνότητα f
health., environ. κίνδυνος
transp., avia. διακινδύνευση
faror
: 1 phrase in 1 subject
Economics1