DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
fantóm [-å´m] n ~en ~er
agric. ομοίωμα για οχεία; επίβαστρο-ομοίωμα
health. ομοίωμα ανθρωπίνου σώματος; ομοίωμα ραδιολογικό