DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
to phrases
fackverk n ~et; pl. ~
construct. δικτυωτή δοκός; δικτύωμα f
mater.sc., construct. άτρακτος m; πλέγμα; σκελετός m
fackverk
: 1 phrase in 1 subject
Microsoft1