DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
fást v
gen. έστω και αν; σταθερά; σταθερός
agric. σφικτός
commun. ρυθμισμένος
transp. στερεός
fä̀st v
comp., MS καρφιτσώνω
fästände v
met., el. γυμνός ακροδέκτης