DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
fàrtyg n ~et; pl. ~
econ. πλοίο m
fàrtygs- n
gen. τοποθετημένο στο σκάφος
transp., mater.sc. να καταστεί τοποθετήσιμο σε αεροσκάφος