DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
noun | verb | to phrases
fàra n ~n faror
gen. οδηγώ
chem. Κίνδυνος; επικινδυνότητα f
health., environ. κίνδυνος
transp., avia. διακινδύνευση
faror n
environ. κίνδυνοι m; Κίνδυνος
få̀ra v
agric. αυλάκι αρότρου; αύλακας
forestr. αυλάκι
transp., met. γδάρσιμο
farád v
el. φαράντ
fara
: 2 phrases in 2 subjects
Economics1
Microsoft1