DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
fàck n ~et; pl. ~
gen. χώρισμα f
comp., MS υποδοχή
construct. φάτνωμα f
el. πίνακες ζεύξεως και οργάνων μετρήσεως; πύλη ζυγού ή πεδίο ζυγού
environ. ύπαιθρος m; αγρός m; πεδίο; περιοχή ορυχείου πετρελαιοπηγής
mater.sc. ερμάριο