DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
förváltning n ~en ~ar
gen. διακυβέρνηση
environ. διαχείριση; διεύθυνση; διοίκηση; διοικητική; χορήγηση (φαρμάκου); διαχείριση/διοίκηση/διεύθυνση/διοικητική
invest. διακράτηση; διατήρηση