| |||
διοικητικός υπάλληλος,διοικητικό στέλεχος; διαχειριστής m | |||
εντολοδόχος m | |||
σύνδικος; έμπιστος | |||
εντολοδόχος-επιμελητής m | |||
διαχειριστής περιουσίας τρίτου | |||
διαχειριστής αλλοτρίων (upravitelj zaklade); διαχειριστής περιουσίας (upravitelj zaklade) | |||
| |||
υπόλογος παγίων προκαταβολών |
förvaltare : 1 phrase in 1 subject |
Natural sciences | 1 |