DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
to phrases
förváltare n ~n; pl. ~, best. pl. förvaltarna
gen. διοικητικός υπάλληλος,διοικητικό στέλεχος; διαχειριστής m
fin. εντολοδόχος m
law σύνδικος; έμπιστος
law, commer. εντολοδόχος-επιμελητής m
law, fin. διαχειριστής περιουσίας τρίτου
proced.law., fin., econ. διαχειριστής αλλοτρίων (upravitelj zaklade); διαχειριστής περιουσίας (upravitelj zaklade)
förváltare av konton n
fin. υπόλογος παγίων προκαταβολών
förvaltare
: 1 phrase in 1 subject
Natural sciences1