DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
först in,först ut
IT, dat.proc. ουρά f
först in, först ut
account. μέθοδος FIFO υπολογισμού αξίας αποθεμάτων; αποτίμηση στοιχείων απογραφής με τη λογική "πρώτη εισαγωγή,πρώτη εξαγωγή"