DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
förstärkningssöm n
fish.farm. ραφή συναρμολόγησης; δέσιμο m
fish.farm., met. ραφή; ενισχυτική ραφή
industr., construct. ποντάρισμα f; πονταρισιά f
mater.sc. κυμάτωση ενίσχυσης; νεύρωση