DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
to phrases
förstä́rkning n ~en ~ar
gen. ισχυροποίηση
agric. εντατικοποίησις m; οργανωτική εξέλιξις; Πρώτη ενίσχυση
construct. οπλισμός m
el. κέρδος; συντελεστής ενίσχυσης
hobby, agric. εμπλουτισμός οίνου; αλκοόλωση
IT, el. απολαβή
stat., demogr., el. απολαβή μετάδοσης
transp., construct. ενίσχυση
förstärkning
: 1 phrase in 1 subject
Natural sciences1