DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
förskjútning n ~en ~ar
construct. μετατόπιση
earth.sc., construct. εφαπτομενική παραμόρφωση
life.sc., coal. ισορροπία πέραν της κατακορύφου; μη κατακόρυφος θέση
transp. μετατόπιση σημείου