DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
förskíngring n ~en ~ar
gen. σφετερισμός ξένης περιουσίας; υπεξαίρεση χρημάτων; κατάχρηση δημόσιων κονδυλίων; κατάχρηση κεφαλαίων
econ. απιστία f
law κατάχρηση; υπεξαίρεση
social.sc. διασπορά