DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
försegling n ~en ~ar
environ. σφράγιση; στεγανοποίηση; φραγή; επικάλυψη; στοιχείο στεγανοποίησης/επικάλυψη; σφράγιση/στεγανοποίηση/φραγή