DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
noun | verb
försö́k n ~et; pl. ~
gen. απόπειρα
commun., IT, mech.eng. απόπειρα κλήσης
environ. εξέταση; έλεγχος m; δοκιμασία; δοκιμή/δοκιμασία/εξέταση/δίκη
stat. δοκιμή; πείραμα
försö́ka v
gen. προσπαθώ; επιχειρώ