DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
to phrases
försänkning n ~en ~ar
met. τρυπώ; φρεζάρω
met., mech.eng. υποδοχή για το κεφάλι βίδας; φρεζάρισμα οπής υποδοχής βίδας φρεζαριστής κεφαλής; κυλινδρική οπή με κωνικό άκρο
försänkning
: 1 phrase in 1 subject
Natural sciences1