DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
försäkringstak n
law, insur. ανώτατο όριο υπαγωγής στην ασφάλιση; ανώτατο όριο αποδοχών πάνω από το οποίο δεν καταβάλλονται εισφορές