DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
försä́mring n ~en ~ar
gen. αναπηρία f; επιδείνωση
comp., MS υποβάθμιση
forestr. αλλοίωση
IT Υποβάθμιση
IT, el. υποβιβασμός
law φθορά f; χειροτέρευση