DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
förpáckning n ~en ~ar
agric., mater.sc. προσυσκευασία; πακετάρισμα f
commer. συσκευασία; πρώτη συσκευασία
econ. τυποποίηση προϊόντων προς διάθεση
environ. συσκευασία f; δεματοποίηση
mater.sc., mech.eng. πακέτο m; δέμα f
pharma., environ. εμπορευματοκιβώτιο/δοχείο συσκευασίας/περιέκτης
förpackningar n
fin. είδη συσκευασίας